Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αστεφής — ἀστεφής, ές (Α) ο αστέφανος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + στεφής < στέφος («στεφάνι») < στέφω] … Dictionary of Greek
ἀστεφέες — ἀστεφής masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)